12 Μαΐ 2010

Εκδήλωση παρουσίασης του Άξιον εστί

Ομιλία του Νίκου Δελφάκη ως Προέδρου του Κέντρου Καλλιτεχνικής Πράξης, στην Εκδήλωση Παρουσίασης του Άξιον Εστί.

Συμπολίτισσες και Συμπολίτες,

Ο Δήμος Τρίπολης και το Κέντρο Καλλιτεχνικής Πράξης έχουμε τη μεγάλη χαρά να οργανώνουμε στην πόλη μας την παρουσίαση του κορυφαίου μουσικοποιητικού έργου ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη.

Ο καθορισμός της αξίας ενός έργου τέχνης εμπεριέχει ασφαλώς υποκειμενικά κριτήρια, σε άλλον αρέσει και σε άλλον όχι. Ωστόσο υπάρχουν δύο δείκτες αντικειμενικοί για τον υπολογισμό της: α) Η δημοτικότητα ενός έργου για μακρύ χρονικό διάστημα και β) οι νέοι δρόμοι που αυτό ανοίγει. Ελάχιστα είναι τα έργα τέχνης της σύγχρονης Ελλάδας που συνδυάζουν τα δύο αυτά στοιχεία, όπως το πέτυχε το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, το οποίο μάλιστα κατέχει και μια άλλη σημαντική ιδιότητα. Έχει παρουσιαστεί σε πλήθος συναυλιών τόσο στην Ευρώπη όσο και σε άλλα κράτη της υφηλίου και εκτός από τις τρεις ελληνικές ηχογραφήσεις έχει τύχει και ξένων ηχογραφήσεων, γνωρίζω τουλάχιστον μια στα σουηδικά και μια στα γερμανικά.

Πρόκειται για έργο που πετυχαίνει μια εξαιρετική ισορροπία ανάμεσα στο λόγο και τη μουσική. Είναι το πιο γνωστό και το κορυφαίο, κατά τον ίδιο, έργο του Ελύτη, για το οποίο το 1961 πήρε ο ποιητής το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης. Ο Ελύτης άρχισε να το σχεδιάζει το 1950 και το ολοκλήρωσε το 1959, χρειάστηκαν δηλ. εννέα ολόκληρα χρόνια. Ο ίδιος το έστειλε στον Μίκη Θεοδωράκη (είχε παρουσιασθεί ήδη η μελοποίηση του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ του Γιάννη Ρίτσου) για να μελοποιήσει ο συνθέτης ένα μέρος του.

Το έργο αυτό παίδεψε τον Μίκη Θεοδωράκη περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο. Το συνέθεσε κατά βάση μέσα σε δύο χρόνια (60-61) όμως για να το ολοκληρώσει χρειάστηκε άλλα τρία χρόνια περίπου. Ο στόχος του Μίκη, που τον πέτυχε με ιδανικό τρόπο, ήταν να συνδυάσει τρία στοιχεία: α) τη συμφωνική μουσική, β) τη βυζαντινή (ψάλτες) και γ) την έντεχνη ελληνική μουσική (τραγούδι).

Το έργο κυκλοφόρησε σε δίσκο το 1964 με εξώφυλλο του Γιάννη Τσαρούχη και σολίστες, στην αφήγηση τον Μάνο Κατράκη, ως ψάλτη τον ηθοποιό Θεόδωρο Δημήτριεφ και στο τραγούδι τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Συμμετείχαν ακόμα η μικτή ορχήστρα Αθηνών και η μικτή χορωδία της Θάλειας Βυζαντίου. Τα στούντιο της εποχής εκείνης μικρά δεν χώραγαν ταυτόχρονα χορωδία, συμφωνική ορχήστρα, σολίστες κλπ, δεν υπήρχαν τότε τα σύγχρονα τεχνικά μέσα και έτσι η ηχογράφηση που έγινε με χίλια βάσανα είχε και έχει μεγάλα τεχνικά προβλήματα που οδήγησαν την εταιρία ακόμα και τον Ελύτη να σκεφτούν μήπως δεν έπρεπε να κυκλοφορήσει ο δίσκος.

Τότε ο Μίκης με τον γνωστό ορμητικό του τρόπο επέμενε και τα κατάφερε στο τέλος με το επιχείρημα: «Ο κόσμος δεν ακούει με τα αυτιά του, ακούει με τη φαντασία του». Και είχε δίκιο. Το έργο πέτυχε να συγκινήσει εξαρχής το μεγάλο κοινό.

Η ποίηση του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ είναι διαποτισμένη από ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ, καταφέρνει να αναδείξει με τρόπο απαράμιλλο την ελληνική εμπειρία. Ο ελληνικός χώρος (βουνά, νησιά, θάλασσα) μέσα στο ΣΥΜΠΑΝ και ο ελληνικός λαός μέσα στον ΚΟΣΜΟ, σ΄ αυτόν τον ΚΟΣΜΟ τον Μικρό - τον Μέγα, όπως λέει ο ποιητής. Ο άνθρωπος με τα πάθη, τις επιθυμίες για τη χαρά των πραγμάτων αλλά ταυτόχρονα και ο πόνος, οι επιδιώξεις αλλά ταυτόχρονα και ο θάνατος, το συλλογικό υποκείμενο – κοινωνία αλλά ταυτόχρονα και η μοναξιά του ατόμου, όλα μαζί είναι ο μικρός και μέγας κόσμος.

Ο ελληνισμός αντλεί δύναμη από την ελληνική φύση αλλά και από τη δική του μακραίωνη κουλτούρα, από τη μνήμη του και προβάλλονται οι παρακαταθήκες της καθαρής σκέψης και της αλήθειας. Αυτά, μαζί με τη δύναμη του έρωτα, οδηγούν το άτομο να αντιμετωπίζει και να υπερβαίνει, με συνείδηση όμως και όχι χαζοχαρούμενα, αντιξοότητες και δυσκολίες και να διακηρύσσει εν τέλει «άξιον εστί το τίμημα».

Το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ δικαιολογημένα λοιπόν θεωρήθηκε εθνικό – πατριωτικό έργο, δεν είναι ούτε αριστερό ούτε δεξιό όπως, λόγω ιστορικών συγκυριών, το εξέλαβαν εντελώς εσφαλμένα ορισμένες πλευρές. Λόγω δε της εκτεταμένης αναφοράς του στον πόλεμο της Αλβανίας και στην κατοχή είναι πιστεύω το έργο τέχνης που πραγματικά τιμά και αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο εκείνα τα ιστορικά γεγονότα και την αντίσταση των Ελλήνων. Γι αυτό το επιλέξαμε φέτος που συμπληρώνονται 70 χρόνια από το 1940.

Η εκτέλεση του έργου δεν είναι ασφαλώς εύκολη υπόθεση, έτσι αξίζουν συγχαρητήρια στον σκηνοθέτη Νικόλα Ταρατόρη και στους άλλους υπευθύνους της παράστασης, καθώς επίσης στη Νεανική λαϊκή ορχήστρα ΄Αργους και στη Χορωδία του Συλλόγου Πολιτιστικής Αργολικής Πρότασης, που δεν φοβήθηκαν να αντιμετωπίσουν τη δυσκολία αυτή, ελπίζω με επιτυχία.


Ο Πρόεδρος
Του Κέντρου Καλλιτεχνικής Πράξης Τρίπολης
ΝΙΚΟΣ ΔΕΛΦΑΚΗΣ